στήλη

στήλη
η
1) столб; колонна; 2) перен. столб (воды, воздуха, дыма и т. п.); 3) куча, груда; штабель; стопка, кипа, пачка;

στήλη βιβλίων — стопка книг;

στήλη άλατος — куча соли;

4) столбец, столбик (в книге);
δημοσιεύω στίς στήλες μου публиковать на своих страницах;

πιάνω μιά στήλη — занимать один столбец;

§ σπονδυλική στήλη — позвоночник, позвоночный столб;

επιτύμβια στήλη — надгробная доска, эпитафия;

αναμνηστική στήλη — мемориальная доска;

ηλεκτρική στήλη — электрическая батарея


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στήλη" в других словарях:

  • στήλη — block of stone fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήλῃ — στήλη block of stone fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — η 1. όμοια πράγματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο: Σχημάτισαν δύο στήλες ψηλές με δέματα. 2. πλάκα επιμήκης από μάρμαρο ή άλλο υλικό: Οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλές επιτύμβιες στήλες στον Κεραμεικό. 3. τμήμα σελίδας: Το άρθρο του κάλυψε δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα …   Dictionary of Greek

  • ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • Стела* — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Стела — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • στηλᾶν — στήλη block of stone fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλέων — στήλη block of stone fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»